Το "determinar" είναι ρήμα.
/de.teɾ.miˈnaɾ/
Το "determinar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να εκφράσει τη δράση του καθορισμού ή του προσδιορισμού κάτι. Στις νομικές και γενικές συνθήκες, αναφέρεται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ή καθορισμού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι στις νομικές συναλλαγές είναι πιο κοινό σε γραπτές μορφές.
Είναι αναγκαίο να καθορίσουμε την αιτία του προβλήματος.
El juez debe determinar la sentencia.
Ο δικαστής πρέπει να καθορίσει την ποινή.
A veces es difícil determinar lo que es correcto.
Η λέξη "determinar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Αν δεν αποφασίσουμε, δεν μπορούμε να καθορίσουμε την κατεύθυνση μας.
Determinar la verdad
Είναι σημαντικό να καθορίσουμε την αλήθεια σε αυτή την υπόθεση.
Determinar el futuro
Οι επιλογές μας σήμερα θα καθορίσουν το μέλλον μας.
Determinar responsabilidades
Η λέξη "determinar" προέρχεται από το λατινικό "determinare", το οποίο σημαίνει "να θέσω όρια". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με την έννοια του καθορισμού ή περιορισμού κάτι σε συγκεκριμένα όρια.
Συνώνυμα: - establecer (καθιερώνω) - definir (ορίζω) - concluir (καταλήγω)
Αντώνυμα: - dudar (αμφιβάλλω) - confundir (μπλέκω) - ignorar (αγνοώ)