Λέξη: detestable
Μέρος του λόγου: επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: [deˈtestaβle]
Η λέξη "detestable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί μεγάλη αποστροφή ή απέχθεια. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη για να επισημάνει τις ακραίες αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλούν άτομα, συμπεριφορές ή πράξεις. Είναι μια λέξη που συναντάμε τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και τείνει να εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτές μορφές λόγω του πιο έντονου και περιγραφικού χαρακτήρα της.
"Su comportamiento es realmente detestable."
"Η συμπεριφορά του είναι πραγματικά αποκρουστική."
"Hay actitudes detestables en la sociedad."
"Υπάρχουν αποκρουστικές στάσεις στην κοινωνία."
"El odio que siente es detestable para todos."
"Το μίσος που νιώθει είναι μισητό για όλους."
Η λέξη "detestable" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που εκφράζουν αποδοκιμασία ή έντονη συναισθηματική αντίδραση:
"Es una persona detestable, pero aún así la respetan."
"Είναι ένα μισητό άτομο, αλλά όλοι το σέβονται."
"No puedo soportar sus bromas detestables."
"Δεν μπορώ να αντέξω τα αποκρουστικά αστεία του."
"Ese tipo de comportamiento es completamente detestable."
"Αυτού του είδους η συμπεριφορά είναι απολύτως απεχθής."
"Las mentiras son detestables en cualquier relación."
"Τα ψέματα είναι μισητά σε κάθε σχέση."
Η λέξη "detestable" προέρχεται από το λατινικό "detestabilis", το οποίο σημαίνει "εκείνο που προκαλεί καταδίκη" και είναι συνδεδεμένο με την έννοια του "καταδικάζω".
Συνώνυμα:
- odioso
- abominable
- despreciable
Αντώνυμα:
- agradable
- admirável
- apreciable