Η λέξη "detonante" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
/detonaˈnte/
Η λέξη "detonante" αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί ή είναι ικανό να προκαλέσει έκρηξη. Στην τεχνική και πολυτεχνική ορολογία, μπορεί να αναφέρεται σε υλικά ή μηχανισμούς που προκαλούν μια έκρηξη ή μια χημική αντίδραση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικές εκθέσεις ή τεχνικές περιγραφές, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συναφή θεματικά πεδία.
Ο πυροκροτητής της έκρηξης ήταν ένα ανθρώπινο λάθος.
La investigación reveló el uso de un detonante ilegal.
Η έρευνα αποκάλυψε τη χρήση ενός παράνομου εκρηκτικού.
Se necesita un detonante específico para esta reacción química.
Η λέξη "detonante" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ενορχήστρωση γεγονότων ή καταστάσεων:
Η είδηση ήταν η αφορμή για μια μεγάλη διαδήλωση.
Un detonante emocional
Ο θάνατος του φίλου του ήταν ένας συναισθηματικός εκρηκτικός μηχανισμός που τον οδήγησε να αλλάξει ζωή.
Encontrar el detonante
Η λέξη "detonante" προέρχεται από το ρήμα "detonar", το οποίο σημαίνει "να εκραγεί" ή "να ξεκινήσει μια έκρηξη". Η ρίζα της λέξης μπορεί να ανιχνευθεί στο λατινικό "detonare", που σημαίνει "να χτυπήσει κάτω".
Αυτή η ανάλυση της λέξης "detonante" παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της σημασίας, χρήσης και εκφράσεών της στην ισπανική γλώσσα.