detonante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

detonante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "detonante" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

/detonaˈnte/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "detonante" αναφέρεται σε κάτι που προκαλεί ή είναι ικανό να προκαλέσει έκρηξη. Στην τεχνική και πολυτεχνική ορολογία, μπορεί να αναφέρεται σε υλικά ή μηχανισμούς που προκαλούν μια έκρηξη ή μια χημική αντίδραση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως επιστημονικές εκθέσεις ή τεχνικές περιγραφές, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συναφή θεματικά πεδία.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El detonante de la explosión fue un error humano.
  2. Ο πυροκροτητής της έκρηξης ήταν ένα ανθρώπινο λάθος.

  3. La investigación reveló el uso de un detonante ilegal.

  4. Η έρευνα αποκάλυψε τη χρήση ενός παράνομου εκρηκτικού.

  5. Se necesita un detonante específico para esta reacción química.

  6. Χρειάζεται ένας συγκεκριμένος εκρηκτικός μηχανισμός για αυτήν την χημική αντίδραση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "detonante" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ενορχήστρωση γεγονότων ή καταστάσεων:

  1. Ser el detonante de una crisis
  2. (Να είσαι η αφορμή για μια κρίση)
  3. La noticia fue el detonante de una gran manifestación.
  4. Η είδηση ήταν η αφορμή για μια μεγάλη διαδήλωση.

  5. Un detonante emocional

  6. (Ένας συναισθηματικός εκρηκτικός μηχανισμός)
  7. La muerte de su amigo fue un detonante emocional que lo llevó a cambiar de vida.
  8. Ο θάνατος του φίλου του ήταν ένας συναισθηματικός εκρηκτικός μηχανισμός που τον οδήγησε να αλλάξει ζωή.

  9. Encontrar el detonante

  10. (Να βρεις την αφορμή)
  11. El psicólogo trató de encontrar el detonante de sus miedos.
  12. Ο ψυχολόγος προσπάθησε να βρει την αφορμή για τους φόβους του.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "detonante" προέρχεται από το ρήμα "detonar", το οποίο σημαίνει "να εκραγεί" ή "να ξεκινήσει μια έκρηξη". Η ρίζα της λέξης μπορεί να ανιχνευθεί στο λατινικό "detonare", που σημαίνει "να χτυπήσει κάτω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτή η ανάλυση της λέξης "detonante" παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της σημασίας, χρήσης και εκφράσεών της στην ισπανική γλώσσα.



23-07-2024