Η λέξη "deudo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "deudo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈdɛu̯ðo/.
Η λέξη "deudo" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "χρέος".
Η λέξη "deudo" αναφέρεται στην οικονομική υποχρέωση που έχει κάποιος προς ένα άλλο άτομο ή οργανισμό, συνήθως σχετιζόμενη με χρηματικά ποσά που πρέπει να αποπληρωθούν. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικές και γραπτές συνομιλίες γύρω από οικονομικά θέματα.
Οι συχνότητες χρήσης είναι υψηλές καθώς οι οικονομικές συναλλαγές είναι καθημερινές. Συνήθως, το "deudo" παρατηρείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου (προφορικό και γραπτό).
"Tengo un deudo con el banco."
"Έχω ένα χρέος με την τράπεζα."
"Ella decidió pagar su deudo lo antes posible."
"Αυτή αποφάσισε να πληρώσει το χρέος της το συντομότερο δυνατόν."
"El deudo que tiene es muy alto."
"Το χρέος που έχει είναι πολύ υψηλό."
Η λέξη "deudo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στο ισπανικά:
"No hay deuda que no se pague."
"Δεν υπάρχει χρέος που να μην πληρώνεται." (Σημαίνει ότι τελικά, όλα τα χρέη θα διευθετηθούν.)
"Cargar con una deudo."
"Φέρνω ένα χρέος." (Ορίζει την ιδέα της ευθύνης για κάτι που οφείλεις.)
"Deuda de gratitud."
"Χρέος ευγνωμοσύνης." (Αναφέρεται στην υποχρέωση να δείξεις ευγνωμοσύνη σε κάποιον που σε βοήθησε.)
"Deuda externa."
"Εξωτερικό χρέος." (Χρησιμοποιείται για τη χρηματοοικονομική υποχρέωση μιας χώρας προς το εξωτερικό.)
Η λέξη "deudo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "debitum", που σημαίνει "χρέος".
Συνώνυμα: deber (χρέος), obligación (υποχρέωση), deuda pendiente (ανεκπλήρωτο χρέος).
Αντώνυμα: crédito (πίστωση), superávit (πλεόνασμα).
Αυτή η ανάλυση της λέξης "deudo" παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη χρήση και την ερμηνεία της στο ισπανικά.