Η λέξη "deudor" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): [deˈuðoɾ]
Η λέξη "deudor" αναφέρεται σε ένα άτομο ή ον που έχει μια οικονομική υποχρέωση προς κάποιον άλλο, δηλαδή κάποιον που χρωστάει χρήματα. Σε νομικό και οικονομικό πλαίσιο, ο "deudor" είναι αυτός που έχει την υποχρέωση να αποπληρώσει ένα χρέος. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως νομικά έγγραφα και οικονομικές αναφορές, αλλά είναι επίσης παρούσα σε προφορικό λόγο.
Ο οφειλέτης πρέπει να πληρώσει το χρέος του στην ώρα του.
Si el deudor no cumple con los pagos, puede enfrentar acciones legales.
Η λέξη "deudor" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον οικονομικό και νομικό τομέα.
Να είσαι οφειλέτης κάποιου δεν είναι εύκολο.
Hay que ser responsable con las deudas del deudor.
Πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι με τα χρέη του οφειλέτη.
El deudor tiene derechos y obligaciones en el contrato.
Η λέξη "deudor" προέρχεται από το λατινικό "debitor", το οποίο σημαίνει "αυτός που χρωστάει". Αυτή η ρίζα συνδέεται με το ρήμα "debere", που σημαίνει "να χρωστάω".
Συνώνυμα: - Oferente (σε ορισμένα συμφραζόμενα) - Deudor hipotecario (σε υποθήκες)
Αντώνυμα: - Acreedor (πιστωτής) - Pagador (πληρωτής)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "deudor".