deudor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

deudor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "deudor" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): [deˈuðoɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "deudor" αναφέρεται σε ένα άτομο ή ον που έχει μια οικονομική υποχρέωση προς κάποιον άλλο, δηλαδή κάποιον που χρωστάει χρήματα. Σε νομικό και οικονομικό πλαίσιο, ο "deudor" είναι αυτός που έχει την υποχρέωση να αποπληρώσει ένα χρέος. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως νομικά έγγραφα και οικονομικές αναφορές, αλλά είναι επίσης παρούσα σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα με μεταφράσεις

  1. El deudor debe pagar su deuda a tiempo.
  2. Ο οφειλέτης πρέπει να πληρώσει το χρέος του στην ώρα του.

  3. Si el deudor no cumple con los pagos, puede enfrentar acciones legales.

  4. Αν ο οφειλέτης δεν τηρήσει τις πληρωμές, μπορεί να αντιμετωπίσει νομικές ενέργειες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "deudor" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον οικονομικό και νομικό τομέα.

Παραδείγματα με μεταφράσεις

  1. Ser deudor de algo no es fácil.
  2. Να είσαι οφειλέτης κάποιου δεν είναι εύκολο.

  3. Hay que ser responsable con las deudas del deudor.

  4. Πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι με τα χρέη του οφειλέτη.

  5. El deudor tiene derechos y obligaciones en el contrato.

  6. Ο οφειλέτης έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις στο συμβόλαιο.

Ετυμολογία

Η λέξη "deudor" προέρχεται από το λατινικό "debitor", το οποίο σημαίνει "αυτός που χρωστάει". Αυτή η ρίζα συνδέεται με το ρήμα "debere", που σημαίνει "να χρωστάω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Oferente (σε ορισμένα συμφραζόμενα) - Deudor hipotecario (σε υποθήκες)

Αντώνυμα: - Acreedor (πιστωτής) - Pagador (πληρωτής)

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "deudor".



23-07-2024