Η λέξη "devanado" είναι επίθετο.
Фωνητική μεταγραφή της λέξης "devanado" στα διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /deβaˈnaðo/
Η λέξη "devanado" προέρχεται από το ρήμα "devanar", που σημαίνει "εκπληρώνω" ή "μιλάω με μαντείες". Σημαίνει κάποιον ή κάτι που είναι περίπλοκο ή που έχει εξαιρετική εσωτερική δομή. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί στον καθημερινό λόγο, αναφερόμενη σε καταστάσεις που "προέρχονται" ή "εξελίσσονται".
Το καλώδιο ήταν επικαλυμμένο μέσα στο κουτί.
El diseño del circuito es muy devanado y complicado.
Η λέξη "devanado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με εκφράσεις που αναφέρονται σε περίπλοκες ή μπλεγμένες καταστάσεις:
Η κατάσταση έγινε ένας αξεδιάλυτος λαβύρινθος.
Su mente está devanada con ideas confusas.
Το μυαλό του είναι μπλεγμένο με μπερδεμένες ιδέες.
El proyecto se volvió un devanado de problemas.
Η λέξη "devanado" προέρχεται από το ρήμα "devanar", το οποίο προέρχεται από την ελληνική λέξη "de-venar," που σημαίνει "να κάνεις κάτι πιο περίπλοκο ή να μπλέκεις."
Συνώνυμα: - Enredado (μπλεγμένος) - Complicado (σύνθετος)
Αντώνυμα: - Desenredado (ξεμπλεγμένος) - Sencillo (απλός)