devastador: επίθετο
[deβas.taˈðoɾ]
Η λέξη “devastador” χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί μεγάλη καταστροφή ή ζημιά. Συχνά αναφέρεται σε φυσικές καταστροφές, όπως σεισμούς, καταιγίδες ή άλλες καταστροφές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει ψυχικά ή συναισθηματικά τραύματα. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στον προφορικό λόγο καθώς και στο γραπτό πλαίσιο.
Παραδείγματα: 1. El huracán fue devastador para la isla. - Ο τυφώνας ήταν καταστροφικός για το νησί.
Η λέξη “devastador” δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να είναι παρούσα σε διάφορες φράσεις που αποκαλούν καταστάσεις ή συναισθήματα. Δείτε παρακάτω μερικές προτάσεις:
Να ζεις έναν χωρισμό μπορεί να είναι καταστροφικό.
La pérdida de un ser querido es devastadora.
Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου είναι καταστροφική.
La guerra tiene efectos devastadores en la población.
Ο πόλεμος έχει καταστροφικές επιπτώσεις στον πληθυσμό.
Un desastre natural puede ser devastador en una comunidad.
Η λέξη “devastador” προέρχεται από το ρήμα "devastar", το οποίο σημαίνει "καταστρέφω" ή "ερείπω". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με λατινικές λέξεις που σημαίνουν "απαλλασσόμενος" ή "εξαφανίζω".
Συνώνυμα: - devastante - destructivo - arrasador
Αντώνυμα: - constructivo - protector - benéfico