devengar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

devengar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "devengar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /deβenˈɡaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "devengar" χρησιμοποιείται κυρίως στις χρηματοοικονομικές και νομικές περιστάσεις, για να δηλώσει την απόκτηση κάποιου ποσού ή την πίστωση τόκων σε μια χρηματοοικονομική συναλλαγή. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και επίσημες αναφορές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο όταν αναφέρονται θέματα οικονομίας ή νομοθεσίας.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los intereses comienzan a devengar a partir de la fecha de la inversión.
  2. Οι τόκοι αρχίζουν να αποκομίζονται από την ημερομηνία της επένδυσης.

  3. Es importante devengar los ingresos para evitar problemas fiscales.

  4. Είναι σημαντικό να αποκτώνται έσοδα για να αποφεύγονται φορολογικά προβλήματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "devengar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Devengar intereses
  2. El banco te pagará si logras devengar intereses sobre tu cuenta de ahorros.
  3. Η τράπεζα θα σου πληρώσει αν καταφέρεις να αποκτήσεις τόκους από τον λογαριασμό αποταμίευσής σου.

  4. Devengar un salario

  5. Ellos trabajaron duro este mes y están a punto de devengar su salario.
  6. Δούλεψαν σκληρά αυτόν τον μήνα και είναι έτοιμοι να αποκτήσουν τον μισθό τους.

  7. Devengar derechos

  8. Al completar su contrato, el empleado comenzará a devengar derechos adicionales.
  9. Αφού ολοκληρώσει τη σύμβασή του, ο υπάλληλος θα αρχίσει να αποκτά επιπλέον δικαιώματα.

Ετυμολογία

Η λέξη "devengar" προέρχεται από το λατινικό "dīvināre", που σημαίνει "να αποδίδεται" ή "να αποκτάται".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Generar - Producir - Adquirir

Αντώνυμα: - Perder - Abdicar - Descartar



22-07-2024