Το "devengar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /deβenˈɡaɾ/
Η λέξη "devengar" χρησιμοποιείται κυρίως στις χρηματοοικονομικές και νομικές περιστάσεις, για να δηλώσει την απόκτηση κάποιου ποσού ή την πίστωση τόκων σε μια χρηματοοικονομική συναλλαγή. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και επίσημες αναφορές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο όταν αναφέρονται θέματα οικονομίας ή νομοθεσίας.
Οι τόκοι αρχίζουν να αποκομίζονται από την ημερομηνία της επένδυσης.
Es importante devengar los ingresos para evitar problemas fiscales.
Η λέξη "devengar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Η τράπεζα θα σου πληρώσει αν καταφέρεις να αποκτήσεις τόκους από τον λογαριασμό αποταμίευσής σου.
Devengar un salario
Δούλεψαν σκληρά αυτόν τον μήνα και είναι έτοιμοι να αποκτήσουν τον μισθό τους.
Devengar derechos
Η λέξη "devengar" προέρχεται από το λατινικό "dīvināre", που σημαίνει "να αποδίδεται" ή "να αποκτάται".
Συνώνυμα: - Generar - Producir - Adquirir
Αντώνυμα: - Perder - Abdicar - Descartar