Το "devenir" είναι ρήμα.
/ de.βɛ.niʁ /
Η λέξη "devenir" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να γίνεις" ή "να μετατραπείς", και αναφέρεται στη διαδικασία μετάβασης από μία κατάσταση στην άλλη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αλλαγές που συμβαίνουν με το χρόνο σε άτομα ή καταστάσεις. Είναι πιο συνηθισμένο στο γραπτό πλαίσιο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε φιλοσοφικές ή λογοτεχνικές συζητήσεις.
Él quiere devenir un gran artista.
Θέλει να γίνει μεγάλος καλλιτέχνης.
Las experiencias pueden hacerte devenir una mejor persona.
Οι εμπειρίες μπορούν να σε κάνουν να γίνεις καλύτερος άνθρωπος.
Después de mucho esfuerzo, finalmente ella logró devenir la líder del equipo.
Μετά από πολλές προσπάθειες, τελικά κατάφερε να γίνει η ηγέτης της ομάδας.
Η λέξη "devenir" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, κυρίως για να δηλώσει την ιδέα της αλλαγής ή της εξέλιξης.
Devenir de las cenizas.
Να γίνεις από τις στάχτες.
(Η φράση αναφέρεται σε κάποιον που αναγεννιέται από τη δυσκολία ή την αποτυχία.)
Devenir un nuevo yo.
Να γίνεις ένας νέος εαυτός.
(Αυτή η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή του ριζικά.)
Devenir maestro de tu destino.
Να γίνεις δάσκαλος της μοίρας σου.
(Αυτή η φράση εκφράζει την έννοια του να αναλάβεις τον έλεγχο της ζωής σου.)
Το "devenir" προέρχεται από το λατινικό ρημα "devenire", που σημαίνει "να έρθει προς" ή "να γίνεις".