Το "devolver" είναι ρήμα.
/ðeβeˈleɾ/
Η λέξη "devolver" σημαίνει "επιστρέφω" ή "δίνω πίσω". Χρησιμοποιείται συχνά είτε σε νομικό συμφραζόμενο (π.χ. επιστροφή χρημάτων ή αντικειμένων) είτε σε καθημερινές καταστάσεις (π.χ. επιστροφή ενός βιβλίου στη βιβλιοθήκη). Εμφανίζεται συχνά και στις δύο μορφές λόγου, αλλά η χρήση της στο γραπτό είναι λίγο πιο κοινή λόγω του νομικού της περιεχομένου.
Θα επιστρέψω το βιβλίο στη βιβλιοθήκη.
Si no te gusta, lo puedes devolver.
Αν δεν σου αρέσει, μπορείς να το επιστρέψεις.
La tienda acepta devolver productos dentro de 30 días.
Η λέξη "devolver" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος πληρώνει πίσω όχι μόνο το αρχικό ποσό αλλά και επιπλέον.
Devolver la pelota.
Χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του "αντιμετωπίζω κάποιο ζήτημα ή πρόκληση".
Devolver el favor.
Σημαίνει ότι κάνω κάτι καλό για κάποιον που έχει κάνει ήδη κάτι καλό για μένα.
Devolver una sonrisa.
Η λέξη "devolver" προέρχεται από το λατινικό "devolvere", που σημαίνει "να κυλήσει πίσω" (de- "πίσω" + volvere "να γυρίσω").