Adjetivo (Επίθετο)
/[deˈβoto]/
Η λέξη "devoto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που είναι αφοσιωμένα ή πιστά σε κάτι, συνήθως σε θρησκευτικά ή πνευματικά ζητήματα. Στην ισπανική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη παρουσία στον γραπτό λόγο, καθώς συχνά εμφανίζεται σε θρησκευτικά ή λογοτεχνικά κείμενα.
Él es un devoto seguidor de su fe.
Είναι ένας αφοσιωμένος υποστηρικτής της πίστης του.
La devoción de la comunidad fue admirable.
Η αφοσίωση της κοινότητας ήταν θαυμάσια.
Los devotos asisten a la misa todos los domingos.
Οι πιστοί παρακολουθούν τη λειτουργία κάθε Κυριακή.
Η λέξη "devoto" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές φράσεις:
Ser devoto de un santo.
Να είσαι πιστός σε έναν άγιο.
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος έχει ιδιαίτερη ευλάβεια ή αφοσίωση σε έναν συγκεκριμένο άγιο.
Estar devoto de la causa.
Να είσαι αφοσιωμένος στον σκοπό.
Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ αφοσιωμένος σε μια κοινωνική ή πολιτική υπόθεση.
Devoto del arte.
Πιστός της τέχνης.
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει μεγάλη αφοσίωση ή πάθος για την τέχνη.
Devoción incondicional.
Αφόρητη αφοσίωση.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια άνευ όρων αφοσίωση σε κάποιον ή κάτι.
Mantenerse devoto a una idea.
Να παραμένεις πιστός σε μια ιδέα.
Αυτός ο τύπος φράσης χρησιμοποιείται για να συζητήσει την αντοχή στην πίστη ή τις αρχές.
Η λέξη "devoto" προέρχεται από το λατινικό "devotus", που σημαίνει "αφιερωμένος" ή "πιστός".
Η λέξη "devoto" είναι συνδεδεμένη με την ιδέα της αφοσίωσης και της πίστης, ιδίως σε θρησκευτικά ή πνευματικά πλαίσια, και έχει σημαντική αξία στις ισπανικές γλώσσες και πολιτισμούς.