Η λέξη "diabetes" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /dja.iˈβe.tes/
Ο όρος "diabetes" αναφέρεται σε μια ομάδα μεταβολικών ασθενειών που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, είτε λόγω ανεπαρκούς παραγωγής ινσουλίνης, είτε λόγω αντίστασης στην ινσουλίνη, είτε και από τα δύο. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη.
Ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές αν δεν ελέγχεται.
Los pacientes con diabetes deben vigilar su dieta cuidadosamente.
Ο όρος "diabetes" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Το να ζεις με διαβήτη δεν είναι εύκολο, αλλά με την εκπαίδευση μπορείς να το διαχειριστείς.
La detección temprana de la diabetes es crucial para el tratamiento.
Η πρώιμη ανίχνευση του διαβήτη είναι κρίσιμη για τη θεραπεία.
Muchas personas ignoran los signos de la diabetes hasta que es demasiado tarde.
Πολλοί άνθρωποι αγνοούν τα σημάδια του διαβήτη μέχρι να είναι πολύ αργά.
Es importante hacer chequeos regulares si tienes antecedentes familiares de diabetes.
Είναι σημαντικό να κάνεις τακτικούς ελέγχους αν έχεις οικογενειακό ιστορικό διαβήτη.
Se recomienda hacer ejercicio regularmente para ayudar a controlar la diabetes.
Η λέξη "diabetes" προέρχεται από το ελληνικό "διαβήτης" (διά + βαίνω), που σημαίνει "ο άνθρωπος που περνά από'. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη για να περιγράψει την κατάσταση, επειδή οι ασθενείς συχνά παρήγαν πολύ ούρο που «πέρασε» από το σώμα τους.
Συνώνυμα: - Υπεργλυκαιμία (αναφέρεται ειδικά σε υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα)
Αντώνυμα: - Υπογλυκαιμία (χαμηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα)