Η λέξη "diáfano" είναι επίθετο.
/diˈafano/
Η λέξη "diáfano" αναφέρεται σε κάτι που είναι διαφανές ή που επιτρέπει το φως να περνά μέσα από αυτό. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει υλικά ή καταστάσεις που είναι καθαρές ή αόρατες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για να υποδηλώσει διαφάνεια ή καθαρότητα σε έννοιες όπως η επικοινωνία ή οι προθέσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο ανάλογα με το περιβάλλον.
El vidrio es diáfano, lo que permite que la luz entre.
(Το γυαλί είναι διάφανο, γεγονός που επιτρέπει στο φως να μπει.)
Necesitamos un planteamiento más diáfano sobre el proyecto.
(Χρειαζόμαστε μια πιο καθαρή προσέγγιση για το έργο.)
Sus intenciones no son diáfanas, lo que genera desconfianza.
(Οι προθέσεις του δεν είναι καθαρές, γεγονός που δημιουργεί δυσπιστία.)
Αν και η λέξη "diáfano" χρησιμοποιείται κυρίως για περιγραφές και δεν εντάσσεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να φτιάξουμε κάποιες προτάσεις που αναδεικνύουν την έννοιά της:
La verdad debe ser diáfana para que todos la entiendan.
(Η αλήθεια πρέπει να είναι διαφανής ώστε να την κατανοήσουν όλοι.)
En una conversación diáfana, los malentendidos se minimizan.
(Σε μια καθαρή συνομιλία, οι παρεξηγήσεις ελαχιστοποιούνται.)
Es crucial que la información sea diáfana en la educación.
(Είναι κρίσιμο η πληροφορία να είναι διαφανής στην εκπαίδευση.)
Η λέξη "diáfano" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "διάφανος" (diáphanus), που σημαίνει "μέσω του φωτός" ή "ορατός".
Συνώνυμα: - claro (καθαρός) - translúcido (διαυγής) - nítido (καθαρός)
Αντώνυμα: - opaco (ανθρώπινος, αδιαφανής) - oscuro (σκοτεινός)
Αυτές οι πληροφορίες καταδεικνύουν τη σημασία της λέξης "diáfano" και την εφαρμογή της σε διάφορες καταστάσεις στην ισπανική γλώσσα.