Diafragma (diafragma) είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης diafragma είναι /djaˈfɾaɡ.ma/.
Η λέξη diafragma αναφέρεται σε ένα ανατομικό ή λειτουργικό εμπόδιο ή χωριστικό στοιχείο που μπορεί να εφαρμοστεί σε διάφορες επιστημονικές περιοχές, όπως η ιατρική, η ανατομία και η οπτική. Στην ιατρική, το διάφραγμα είναι μυϊκός τοίχος που χωρίζει τον θώρακα από την κοιλιακή κοιλότητα. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
El diafragma es un músculo esencial para la respiración.
Το διάφραγμα είναι ένας αναγκαίος μύας για την αναπνοή.
En óptica, el diafragma regula la entrada de luz a través del lente.
Στην οπτική, το διάφραγμα ρυθμίζει την είσοδο φωτός μέσω του φακού.
Η λέξη diafragma δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορα παραδείγματα που αναφέρονται κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά συμφραζόμενα.
El diafragma puede estar afectado por ciertas enfermedades respiratorias.
Το διάφραγμα μπορεί να επηρεαστεί από ορισμένες αναπνευστικές ασθένειες.
Se recomienda practicar ejercicios que fortalezcan el diafragma.
Συνιστάται να ασκούμε ασκήσεις που ενισχύουν το διάφραγμα.
Un mal funcionamiento del diafragma puede causar dificultad para respirar.
Η κακή λειτουργία του διαφράγματος μπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην αναπνοή.
Η λέξη diafragma προέρχεται από τη λατινική λέξη "diaphragma", η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το Ελληνικό "διάφραγμα" (diáphragma), που σημαίνει "χωριστικό" ή "φράγμα".
Αυτή η λέξη είναι κυρίως χρησιμοποιούμενη σε ιατρικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα, γι' αυτό η γνώση της είναι σημαντική στον τομέα της ιατρικής και της ανατομίας.