Το "diamante" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "diamante" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /djaˈmante/.
Η λέξη "diamante" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "διαμάντι".
Η λέξη "diamante" αναφέρεται κυρίως στο πολύτιμο πετράδι, που είναι γνωστό για τη σκληρότητά του και τη λάμψη του. Χρησιμοποιείται τόσο στη γεμολογία όσο και στην καθημερινή γλώσσα για να περιγράψει κάτι αξιαγάπητο ή σπάνιο. Η χρήση της είναι συνήθως περισσότερο γραπτή, αν και μπορεί να προκύψει και σε προφορικούς διαλόγους.
El diamante es una de las piedras preciosas más valiosas.
Το διαμάντι είναι ένα από τα πιο πολύτιμα πολύτιμα πετράδια.
Ella lucía un anillo de diamante en su dedo.
Φορούσε ένα δαχτυλίδι με διαμάντι στο δάχτυλό της.
Los diamantes son considerados el mejor amigo de una mujer.
Τα διαμάντια θεωρούνται ο καλύτερος φίλος μιας γυναίκας.
Ο όρος "diamante" είναι μέρος μερικών ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Ver la vida a través del diamante.
Βλέπω τη ζωή μέσα από ένα διαμάντι. (Για να περιγράψω μια αισιόδοξη ή θετική προοπτική.)
Un diamante en bruto.
Ένα ακατέργαστο διαμάντι. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο με τεράστιες δυνατότητες ή ταλέντο, αλλά που δεν έχει ακόμη εξελιχθεί πλήρως.)
Tener un corazón de diamante.
Να έχεις μια καρδιά από διαμάντι. (Για να περιγράψει κάποιον που είναι σκληρός ή αδιάφορος.)
El diamante del corazón.
Το διαμάντι της καρδιάς. (Αναφέρεται σε αγαπημένα πρόσωπα ή πολύτιμα συναισθήματα.)
Brillar como un diamante.
Να λάμπεις σαν διαμάντι. (Για να δηλώσει κάποιος με μεγάλη επιτυχία ή επιτευχμένα αποτελέσματα.)
Η λέξη "diamante" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἀδάμας" (adamas), που σημαίνει "ακατανίκητος" ή "σκληρός". Στα Λατινικά, το "diamantem" ήταν η μορφή που χρησιμοποιήθηκε στη ρομανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Gemas preciosas (πολύτιμοι λίθοι) - Joyas (κοσμήματα)
Αντώνυμα: - Pedras comunes (κοινά πετράδια) - Metales ordinarios (τακτικά μέταλλα)