Το "diarismo" είναι ουσιαστικό της ισπανικής γλώσσας.
Φωνητική μεταγραφή:
διαρίσμο [djaˈɾismo]
Χρήση στα Ισπανικά:
Η λέξη "diarismo" χρησιμοποιείται σπάνια στα ισπανικά και συγκεκριμένα σε πολιτικό πλαίσιο ως ουσιαστικό που αναφέρεται στον χαρακτηρισμό μιας πονηρής και κομματικής δημοσιογραφικής πρακτικής.
Παραδειγματικές προτάσεις:
El "diarismo" es una práctica periodística poco ética.
El diarismo ha sido duramente criticado por su parcialidad.
No podemos confiar en ese medio de comunicación debido a su diarismo constante.
Ετυμολογία:
Η λέξη "diarismo" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "diar" που σημαίνει "να δημοσιεύει σε εφημερίδα".