«Dichoso» είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης «dichoso» με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /diˈt͡ʃoso/.
Η λέξη «dichoso» χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάποιον που είναι ευτυχισμένος ή ευνοημένος από την τύχη. Η χρήση της μπορεί να είναι και περιγραφική, αλλά και ειρωνική, αναφερόμενη σε κάποιον που φαίνεται ότι είναι σε καλή κατάσταση ή έχει την ευτυχία χωρίς να το αξίζει. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Eres un dichoso por tener un trabajo tan bonito.
(Είσαι ένας τυχερός που έχεις μια τόσο όμορφη δουλειά.)
Me siento dichoso al lado de ti.
(Νιώθω ευτυχισμένος δίπλα σου.)
El dichoso del vecino siempre tiene suerte en la lotería.
(Ο τυχερός γείτονας πάντα έχει τύχη στη λοταρία.)
Η λέξη «dichoso» χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
El dichoso día que te conocí.
(Η ευτυχής ημέρα που σε γνώρισα.)
No seas dichoso, aquí todos tenemos problemas.
(Μη δείχνεις τόσο ευτυχισμένος, εδώ όλοι έχουμε προβλήματα.)
Siempre habla del dichoso dinero.
(Πάντα μιλάει για τα τυχερά λεφτά.)
Ese dichoso gato no me deja dormir.
(Αυτός ο τυχερός γάτος δεν με αφήνει να κοιμηθώ.)
Η λέξη «dichoso» προέρχεται από το λατινικό «dīcĭŏsus», το οποίο σχετίζεται με τη λέξη «dīcĭo» (λέγοντας, δηλώνοντας).
Συνώνυμα: - afortunado (τυχερός) - feliz (ευτυχισμένος)
Αντώνυμα: - desafortunado (άτυχος) - infeliz (άθλιος)