Το "dictaminar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /diktamiˈnaɾ/
Η λέξη "dictaminar" χρησιμοποιείται στη νομική γλώσσα για να αναφερθεί στη διαδικασία νομικής αξιολόγησης και έκδοσης αποφάσεων ή γνωμών. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα, αναφορές και δικαστικές διαδικασίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλότερη στο γραπτό πλαίσιο σε σύγκριση με τον προφορικό λόγο.
El juez tuvo que dictaminar sobre la apelación del caso.
Ο δικαστής έπρεπε να αποφασίσει σχετικά με την έφεση της υπόθεσης.
La corte dictaminará la sentencia la próxima semana.
Το δικαστήριο θα εκδώσει την απόφαση την επόμενη εβδομάδα.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, δεν υπάρχουν πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "dictaminar", καθώς είναι ένα πιο εξειδικευμένο νομικό όρο. Ωστόσο, μπορείτε να βρείτε περιπτώσεις που χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα νομικά ή διοικητικά συμφραζόμενα.
La comisión decidió dictaminar a favor de la empresa en conflicto.
Η επιτροπή αποφάσισε να εκδώσει απόφαση υπέρ της επιχείρησης στη διαμάχη.
Dictaminar en contra de algo
Εκδίδω απόφαση κατά κάτι.
El tribunal dictaminó en contra de la demanda presentada.
Το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση κατά της προσφυγής που κατατέθηκε.
Dictaminar una resolución
Εκδίδω μια απόφαση.
Η λέξη "dictaminar" προέρχεται από το λατινικό "dictaminare", το οποίο σημαίνει "να δηλώνω" ή "να εκδώσω". Ανάγεται στην ρίζα "dictare", που σημαίνει "να λέω" ή "να διατάζω".