Diente είναι ουσιαστικό.
/djen'te/
Η λέξη diente αναφέρεται σε ένα από τα σκληρά ικριώματα που βρίσκονται στο στόμα των ζωντανών οργανισμών και χρησιμοποιούνται κυρίως για το μάσημα τροφής, όπως οι άνθρωποι και τα ζώα.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συνήθως όταν μιλάμε για стоматλογία ή αναφερόμαστε στην οδοντική υγεία.
Το παιδί έσπασε ένα δόντι παίζοντας.
Es importante cepillarse los dientes para mantener una buena higiene dental.
Η λέξη diente χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
(Αναφέρεται σε κάποιον που είναι πολύ πλούσιος ή έχει επιτυχία σε οικονομικά ζητήματα.)
Diente por diente.
(Σημαίνει εκδίκηση ή αντεπίθεση σε αντίκτυπο από κακή πράξη.)
A diente limpio.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται χωρίς δυσκολίες ή αναμένονται χωρίς εμπόδια.)
Morirse de risa a dientes.
(Σημαίνει να γελάς πολύ δυνατά και με ενθουσιασμό.)
Dientes afilados.
Η λέξη diente προέρχεται από την λατινική λέξη dentem, η οποία προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα dento-, που σημαίνει "οδόντας".
Συνώνυμα: - Diente canino (γωνιακό δόντι) - Diente molar (γυαλιστερό δόντι)
Αντώνυμα: - No tiene dientes (δεν έχει δόντια) - Sano, sin caries (υγιές, χωρίς τερηδόνα)