"Diesel" είναι ένα ουσιαστικό.
/dí.e.sel/
"Diesel" μεταφράζεται ως "ντίζελ".
Η λέξη "diesel" αναφέρεται σε έναν τύπο καυσίμου που χρησιμοποιείται σε κινητήρες εσωτερικής καύσης, ειδικότερα σε κινητήρες ντίζελ. Είναι πολύ δημοφιλής στους τομείς των μεταφορών και της ενέργειας, καθώς είναι πιο αποδοτική σε σύγκριση με την βενζίνη. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα, καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με οχήματα.
Η χρήση του "diesel" είναι συχνή και στους προφορικούς και γραπτούς λόγους. Το θέμα είναι ιδιαίτερα κοινό σε συζητήσεις που αφορούν την αυτοκίνηση, τις μεταφορές και τις διάφορες τεχνολογίες κινητήρων.
Το φορτηγό λειτουργεί με ντίζελ.
Es más económico utilizar diesel para viajar largas distancias.
Είναι πιο οικονομικό να χρησιμοποιείς ντίζελ για να ταξιδεύεις μεγάλες αποστάσεις.
Los motores diesel son más eficientes que los de gasolina.
Η λέξη "diesel" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα:
Θα βάλω ντίζελ πριν βγω.
Camión diesel.
Η λέξη "diesel" προέρχεται από το επώνυμο του Γερμανού μηχανικού Ρούντολφ Ντίζελ, ο οποίος ανέπτυξε τον κινητήρα ντίζελ στις αρχές του 20ού αιώνα.
Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία που αφορούν τη λέξη "diesel" στη γλώσσα των Ισπανικών, η οποία έχει σημασία στους τομείς της αυτοκίνησης και των μεταφορών.