Η λέξη "diestra" είναι επίθετο.
/djés.tɾa/
Η λέξη "diestra" σημαίνει "δεξιά" και χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερόμαστε στη δεξιά πλευρά, είτε σε φυσικό χώρο είτε σε μεταφορικούς όρους. Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι πιο συχνό σε γραπτά κείμενα όπως επαγγελματικές, επιστημονικές και καθημερινές επικοινωνίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια.
Mi mano diestra es más fuerte que la izquierda.
(Το δεξί μου χέρι είναι πιο δυνατό από το αριστερό.)
El coche está aparcado a la diestra de la calle.
(Το αυτοκίνητο είναι σταθμευμένο στη δεξιά πλευρά του δρόμου.)
Η λέξη "diestra" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
El rey se sentó a la diestra de su consejero.
(Ο βασιλιάς κάθισε στα δεξιά του συμβούλου του.)
Como un diestro - Σημαίνει "σαν ένα δεξιοτέχνη", υπονοώντας κάποιον που είναι πολύ ικανός σε κάτι.
Él toca la guitarra como un diestro.
(Παίζει κιθάρα σαν να είναι δεξιοτέχνης.)
De la diestra - Μπορεί να σημαίνει "από τη δεξιά πλευρά", αναφερόμενο σε επιρροές ή προσωπικότητες.
Η λέξη "diestra" προέρχεται από το λατινικό "dextera", που σημαίνει επίσης "δεξιά". Συνδέεται με τις ρίζες της γλώσσας που εκφράζουν την έννοια της κατεύθυνσης και της ικανότητας.