Το "difamar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /di.faˈmaɾ/
Η λέξη "difamar" σημαίνει να βλάψεις τη φήμη κάποιου ή να διαδίδεις ψευδείς πληροφορίες για έναν άνθρωπο ή μια κατάσταση με σκοπό να βλάψεις την αξιοπιστία τους. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά πλαίσια, καθώς η δυσφήμιση μπορεί να έχει νομικές συνέπειες. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα που αναφέρονται σε νομικά ζητήματα ή ηθικά θέματα.
Greek: "Ο δημοσιογράφος αποφάσισε να δυσφημήσει τον πολιτικό χωρίς αποδείξεις."
Spanish: "Intentar difamar a alguien es un acto muy grave."
Greek: "Η προσπάθεια να δυσφημιστεί κάποιος είναι μια πολύ σοβαρή πράξη."
Spanish: "Difamar a una persona puede llevar a consecuencias legales."
Ο όρος "difamar" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ευρέως διαδεδομένος. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Greek: "Μην δυσφημείς χωρίς να γνωρίζεις την αλήθεια."
Spanish: "Difamar a alguien en redes sociales es irresponsable."
Greek: "Η δυσφήμιση κάποιου στα κοινωνικά δίκτυα είναι ανεύθυνη."
Spanish: "Los rumores pueden difamar la imagen de una persona."
Η λέξη "difamar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "diffamare", που σημαίνει "να διαδώσουμε κακή φήμη" (di- "σε διάφορες κατευθύνσεις" + famare "να κάνουμε γνωστή τη φήμη").
Συνώνυμα: - Desacreditar - Calumniar - Denigrar
Αντώνυμα: - Alabar - Elogiar - Reputar
Η λέξη "difamar" ενσωματώνει σημαντικές έννοιες που σχετίζονται με τη φήμη και τη δημόσια εικόνα, παραμένοντας χρήσιμη και σχετική σε πολλές κοινωνικές και νομικές καταστάσεις.