diferencia (ουσιαστικό, θηλυκού γένους)
[di.feˈɾen.θja]
Η λέξη diferencia αναφέρεται στην κατάσταση ή το χαρακτηριστικό που καθιστά δύο ή περισσότερα πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στην οικονομία, το δίκαιο και τα μαθηματικά. Η λέξη αυτή είναι συχνή και χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο.
La diferencia entre estos dos productos es mínima.
(Η διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο προϊόντα είναι ελάχιστη.)
Es importante notar la diferencia entre efecto y resultado.
(Είναι σημαντικό να σημειώσουμε τη διαφορά μεταξύ επιδράσεως και αποτελέσματος.)
Η λέξη diferencia χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
No hay diferencia entre tú y yo.
(Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε εσένα και σε μένα.)
Para mí, la diferencia es clara.
(Για μένα, η διαφορά είναι ξεκάθαρη.)
Si no hay diferencia, solo hay una opción.
(Αν δεν υπάρχει διαφορά, υπάρχει μόνο μία επιλογή.)
Hacer una diferencia en el mundo es posible.
(Να κάνεις μια διαφορά στον κόσμο είναι δυνατό.)
La diferencia cultural puede enriquecer nuestras vidas.
(Η πολιτισμική διαφορά μπορεί να εμπλουτίσει τις ζωές μας.)
Las pequeñas diferencias importan.
(Οι μικρές διαφορές έχουν σημασία.)
Η λέξη diferencia προέρχεται από το λατινικό "differentia", που σημαίνει «διαφορετικότητα» ή «διαφορετικότητα». Αυτό, με τη σειρά του, προέρχεται από το "differre", που σημαίνει «διαφέρω».
Συνώνυμα: - distinción (διάκριση) - variación (παραλλαγή)
Αντώνυμα: - semejanza (ομοιότητα) - igualdad (ισότητα)
Η λέξη diferencia είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και κατανοητή στη γλώσσα ισπανικά, και παίζει σπουδαίο ρόλο στην επικοινωνία ιδεών και εννοιών, ειδικά σε επιστημονικά και νομικά κείμενα.