Δραστηριότητα: Ρήμα
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): [difeɾenˈθjaɾ]
Η λέξη "diferenciar" σημαίνει την ικανότητα να διακρίνεις ή να ξεχωρίζεις μεταξύ δύο ή περισσότερων στοιχείων. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των μαθηματικών, αλλά και σε γενικότερα συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι κοινή και στα δύο επίπεδα, στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
Es importante diferenciar entre los distintos tipos de funciones matemáticas.
(Είναι σημαντικό να διαφοροποιούμε μεταξύ των διαφόρων τύπων μαθηματικών συναρτήσεων.)
A veces es difícil diferenciar entre lo real y lo imaginario.
(Μερικές φορές είναι δύσκολο να διακρίνεις μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού.)
Η λέξη "diferenciar" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, παρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα κοινές. Παρακάτω παρατίθενται μερικές σχετικές φράσεις:
Diferenciar lo bueno de lo malo.
(Να διαχωρίσεις το καλό από το κακό.)
Es fundamental diferenciar entre causa y efecto.
(Είναι θεμελιώδες να διακρίνουμε ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα.)
Debemos diferenciar el ruido de las señales.
(Πρέπει να διαχωρίσουμε τον θόρυβο από τα σήματα.)
En matemáticas, aprendemos a diferenciar correctamente.
(Στα μαθηματικά, μαθαίνουμε να διακρίνουμε σωστά.)
Η λέξη "diferenciar" προέρχεται από το λατινικό "differentiāre", το οποίο προέρχεται από τη λέξη "differentia" που σημαίνει «διαφορετικότητα» ή «διαφορά».
Συνώνυμα: - distinguir (διακρίνω) - separar (χωρίζω) - discriminar (διακρίνω)
Αντώνυμα: - confundir (μπλέκω) - unificar (ενοποιώ)
Αυτές οι πληροφορίες σχετικά με την λέξη "diferenciar" παρέχουν μια σαφή και σφαιρική εικόνα της σημασίας της, της χρήσης της και της γλωσσικής της κατάστασης.