Ρήμα (επίθετο).
[di.feˈɾen.te]
Η λέξη "diferente" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που δεν είναι το ίδιο με κάτι άλλο, δηλαδή έχει διαφορές. Είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται σε πολλές καθημερινές καταστάσεις και περιστάσεις. Είναι συχνά παρούσα και στον προφορικό λόγο, καθώς και σε γραπτά κείμενα.
Los colores de las dos pinturas son diferentes.
(Τα χρώματα των δύο πινάκων είναι διαφορετικά.)
Aunque son hermanos, tienen gustos diferentes.
(Παρόλο που είναι αδελφοί, έχουν διαφορετικά γούστα.)
Necesitamos buscar soluciones diferentes para este problema.
(Πρέπει να βρούμε διαφορετικές λύσεις για αυτό το πρόβλημα.)
Η λέξη "diferente" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ορισμένες από τις οποίες περιλαμβάνουν:
Ser diferente de la norma
(Να είσαι διαφορετικός από τον κανόνα.)
→ "Ella siempre ha sido diferente de la norma."
(Εκείνη πάντα ήταν διαφορετική από τον κανόνα.)
Ver las cosas de manera diferente
(Να βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά.)
→ "A veces, es bueno ver las cosas de manera diferente."
(Μερικές φορές, είναι καλό να βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά.)
Diferente pero igual
(Διαφορετικό αλλά το ίδιο.)
→ "Aunque parecen diferentes, son diferentes pero igual."
(Αν και φαίνονται διαφορετικά, είναι διαφορετικά αλλά το ίδιο.)
Η λέξη "diferente" προέρχεται από το λατινικό "differens", που σημαίνει "διαφορετικός".
Συνώνυμα: - distinto - diferente - variado
Αντώνυμα: - igual - similar - idéntico