diferir: ρήμα.
diferir: [di.feˈɾiɾ]
Η λέξη diferir χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να εκφράσει την έννοια της διαφοράς ή της διάκρισης μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, απόψεων ή καταστάσεων. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί νομικά για να δηλώσει τη διαφορά που ενδέχεται να υπάρχει μεταξύ αποφάσεων ή γνωμοδοτήσεων. Η χρήση του είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρά προτίμηση στον γραπτό.
Οι δύο απόψεις διαφέρουν σε πολλές πτυχές.
El informe legal puede diferir del anterior.
Η λέξη diferir δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές φράσεις που περιγράφουν διαφορές:
Τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται.
Es importante entender por qué pueden diferir las opiniones.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε γιατί οι απόψεις μπορεί να διαφέρουν.
A veces, los criterios de evaluación pueden diferir de una institución a otra.
Η λέξη diferir προέρχεται από το λατινικό differre, που σημαίνει "διαφέρω" ή "απομακρύνομαι", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα dis- που σημαίνει "μακριά" και το ferre που σημαίνει "φέρνω".
Συνώνυμα: - variar - distinguir - diferenciar
Αντώνυμα: - coincidir - ser igual - asemejar