Η λέξη "dificultad" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/difi.kul.tad/
Η λέξη "dificultad" σημαίνει την κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάτι δύσκολο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει προκλήσεις ή εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν. Η λέξη έχει συχνότητα χρήσης που είναι αρκετά υψηλή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, όμως μπορεί να παρατηρείται περισσότερη χρήση σε γραπτά κείμενα που αναφέρονται σε ακαδημαϊκές ή ιατρικές καταστάσεις.
La dificultad del examen fue inesperada.
Η δυσκολία της εξέτασης ήταν απροσδόκητη.
Ella enfrentó muchas dificultades en su vida.
Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στη ζωή της.
El médico habló sobre la dificultad para diagnosticar la enfermedad.
Ο γιατρός μίλησε για τη δυσκολία να διαγνωσθεί η ασθένεια.
Η λέξη "dificultad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Sin dificultad
Χωρίς δυσκολία
Ejemplo: El proyecto se completó sin dificultad.
Το έργο ολοκληρώθηκε χωρίς δυσκολία.
Tener dificultades
Έχω δυσκολίες
Ejemplo: Muchos estudiantes tienen dificultades para entender la materia.
Πολλοί μαθητές έχουν δυσκολίες να κατανοήσουν το μάθημα.
Dificultad extrema
Ακραία δυσκολία
Ejemplo: La montaña presenta dificultad extrema para los escaladores inexpertos.
Το βουνό παρουσιάζει ακραία δυσκολία για τους ανίδεους αναρριχητές.
Dificultades económicas
Οικονομικές δυσκολίες
Ejemplo: La familia enfrentó dificultades económicas durante la crisis.
Η οικογένεια αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η λέξη "dificultad" προέρχεται από το λατινικό "difficultas", που σημαίνει "δύσκολος" και σχηματίζεται με την προσθήκη της κατάληξης "-dad" που υποδηλώνει ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - complejidad (πολυπλοκότητα) - obstáculo (εμπόδιο)
Αντώνυμα: - facilidad (ευκολία) - sencillez (απλότητα)