dificultar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dificultar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "dificultar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /difikulˈtaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "dificultar" σημαίνει να κάνεις κάτι πιο δύσκολο ή να περιορίσεις την ικανότητα κάποιου ή κάποιου πράγματος να υλοποιήσει μια ενέργεια. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στην εκπαίδευση, την εργασία και τις καθημερινές καταστάσεις. Σε γενικές γραμμές, η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο.

Παραδείγματα

  1. La falta de recursos dificulta el progreso del proyecto.
  2. Η έλλειψη πόρων δυσκολεύει την πρόοδο του έργου.

  3. Las reglas estrictas dificultan la creatividad.

  4. Οι αυστηροί κανόνες δυσκολεύουν τη δημιουργικότητα.

  5. Cambiar de trabajo puede dificultar la adaptación.

  6. Η αλλαγή εργασίας μπορεί να δυσκολεύσει την προσαρμογή.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "dificultar" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την δυσκολία. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:

  1. Dificultar el camino.
  2. Δυσκολεύει το δρόμο.
  3. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει δυσκολίες σε μια διαδρομή ή διαδικασία.

  4. Dificultar el acceso.

  5. Δυσκολεύει την πρόσβαση.
  6. Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάτι καθίσταται δύσκολο να προσεγγιστεί.

  7. Dificultar la comunicación.

  8. Δυσκολεύει την επικοινωνία.
  9. Χρησιμοποιείται όταν κάτι παρεμποδίζει την καλή επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων.

  10. Dificultar el entendimiento.

  11. Δυσκολεύει την κατανόηση.
  12. Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου γίνεται δύσκολη η κατανόηση ενός θέματος.

Ετυμολογία

Η λέξη "dificultar" προέρχεται από το λατινικό "difficultare", που σημαίνει να κάνεις κάτι δύσκολο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024