Το "dificultar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /difikulˈtaɾ/
Η λέξη "dificultar" σημαίνει να κάνεις κάτι πιο δύσκολο ή να περιορίσεις την ικανότητα κάποιου ή κάποιου πράγματος να υλοποιήσει μια ενέργεια. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στην εκπαίδευση, την εργασία και τις καθημερινές καταστάσεις. Σε γενικές γραμμές, η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο.
Η έλλειψη πόρων δυσκολεύει την πρόοδο του έργου.
Las reglas estrictas dificultan la creatividad.
Οι αυστηροί κανόνες δυσκολεύουν τη δημιουργικότητα.
Cambiar de trabajo puede dificultar la adaptación.
Η λέξη "dificultar" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την δυσκολία. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει δυσκολίες σε μια διαδρομή ή διαδικασία.
Dificultar el acceso.
Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάτι καθίσταται δύσκολο να προσεγγιστεί.
Dificultar la comunicación.
Χρησιμοποιείται όταν κάτι παρεμποδίζει την καλή επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων.
Dificultar el entendimiento.
Η λέξη "dificultar" προέρχεται από το λατινικό "difficultare", που σημαίνει να κάνεις κάτι δύσκολο.