Το "difundir" είναι ρήμα.
[difunˈdir]
Η λέξη "difundir" σημαίνει τη διαδικασία διασποράς ή μετάδοσης πληροφοριών, γνώσεων, ειδήσεων ή άλλων τύπων περιεχομένου σε ένα ευρύ κοινό. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς της επικοινωνίας, της εκπαίδευσης και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές μορφές, όπως άρθρα ή επίσημες ανακοινώσεις.
Es importante difundir la información correcta.
(Είναι σημαντικό να διαδώσουμε τις σωστές πληροφορίες.)
La campaña quiere difundir conciencia sobre el medio ambiente.
(Η εκστρατεία θέλει να διαδώσει συνείδηση για το περιβάλλον.)
Las redes sociales son una herramienta poderosa para difundir noticias.
(Τα κοινωνικά δίκτυα είναι ένα ισχυρό εργαλείο για τη μετάδοση ειδήσεων.)
Η λέξη "difundir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις σε Ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:
Difundir rumores
(Διαδίδω φήμες)
Es peligroso difundir rumores sin comprobar la información.
(Είναι επικίνδυνο να διαδίδεις φήμες χωρίς να ελέγξεις την πληροφορία.)
Difundir un mensaje
(Διαδίδω ένα μήνυμα)
La ONG trabaja para difundir un mensaje de paz.
(Η ΜΚΟ εργάζεται για να διαδώσει ένα μήνυμα ειρήνης.)
Difundir la alegría
(Διαδίδω τη χαρά)
En las fiestas, nos gusta difundir la alegría entre todos.
(Στις γιορτές, μας αρέσει να διαδίδουμε τη χαρά σε όλους.)
Difundir buenas práticas
(Διαδίδω καλές πρακτικές)
Es necesario difundir buenas prácticas en la industria.
(Είναι απαραίτητο να διαδοθούν οι καλές πρακτικές στη βιομηχανία.)
Η λέξη "difundir" προέρχεται από το λατινικό "diffundere," το οποίο σημαίνει "διασκορπίζω" ή "μεταδίδω."
Συνώνυμα: - dispersar (διασκορπίζω) - propagar (προπαγάνδα) - divulgar (δημοσιοποιώ)
Αντώνυμα: - mantener (διατηρώ) - ocultar (κρύβω) - retener (κρατώ)