Difunto είναι ένα επίθετο και ουσιαστικό, το οποίο χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει πεθάνει.
Φωνητική μεταγραφή: [diˈfun.to]
Η λέξη difunto αναφέρεται σε κάποιον που έχει πεθάνει. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κείμενα που σχετίζονται με νομικά ή ιατρικά θέματα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο καθώς και στο γραπτό πλαίσιο. Συχνά εμφανίζεται σε φράσεις που αφορούν κηδείες ή νομικές διαδικασίες που αφορούν τους αποβιώσαντες.
El difunto dejó un legado importante para su familia.
(Ο νεκρός άφησε μια σημαντική κληρονομιά για την οικογένειά του.)
Los documentos del difunto fueron analizados por el abogado.
(Τα έγγραφα του θανούσα αναλύθηκαν από τον δικηγόρο.)
Η λέξη difunto χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Difunto el que no quiera reconocer su pasado."
(Νεκρός είναι εκείνος που δεν θέλει να αναγνωρίσει το παρελθόν του.)
"Hablar del difunto en público es de mala educación."
(Η συζήτηση για τον νεκρό δημόσια είναι κακή εκπαίδευση.)
"Los asuntos del difunto deben resolverse pronto."
(Τα ζητήματα του θανούσα πρέπει να λυθούν σύντομα.)
"El dolor por el difunto nunca desaparece del todo."
(Ο πόνος για τον νεκρό δεν εξαφανίζεται ποτέ τελείως.)
Η λέξη difunto προέρχεται από το λατινικό "defunctus", που σημαίνει "πεθαμένος" ή "έχοντας εκπληρώσει τα καθήκοντά του".
Συνώνυμα: - Muerto - Fallecido
Αντώνυμα: - Vivo - Sobreviviente