difusibilidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

difusibilidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή: difusibilidad /ðifuθiβiliˈðað/.

Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "difusibilidad" χρησιμοποιείται στη φυσική για να περιγράψει την ικανότητα ενός υλικού να διαδίδει τη θερμότητα ή τη μάζα με ανιούσα κίνηση.

Παραδειγματικές προτάσεις: 1. La difusibilidad térmica de este material es muy baja. 2. Estudiamos la difusibilidad de los gases en diferentes condiciones. 3. La difusibilidad del calor en este sistema es fundamental para entender su comportamiento.

Ετυμολογία: Η λέξη "difusibilidad" προέρχεται από τον ισπανικό όρο "difusible" (διαχέω, διαδίδω) και το επίθημα "-bilidad" που υποδηλώνει την ικανότητα.

Συνώνυμα: Διαδοτικότητα, εξάπλωση.

Αντώνυμα: Αδιαπεράστευτο, αντισκιρτούρας.