Η λέξη "difuso" είναι επίθετο.
/difˈuso/
Η λέξη "difuso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι διάχυτο ή αραιωμένο, είτε κυριολεκτικά (π.χ. υγρά, φωτεινότητα) είτε μεταφορικά (π.χ. ιδέες, έννοιες). Χρησιμοποιείται σε τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα, καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και συνήθως εμφανίζεται σε γραπτό λόγο, αν και δεν λείπει και από τον προφορικό.
Το φως στο δωμάτιο ήταν διάχυτο.
Las ideas difusas no llevan a una solución clara.
Η λέξη "difuso" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
Ένα διάχυτο περιβάλλον μπορεί να δημιουργήσει αίσθηση χαλάρωσης.
Las fronteras entre la realidad y la ficción son a menudo difusas.
Τα σύνορα μεταξύ της πραγματικότητας και της φαντασίας είναι συχνά ασαφή.
La memoria de los hechos puede volverse difusa con el tiempo.
Η μνήμη των γεγονότων μπορεί να γίνεται ασαφής με τον καιρό.
Un discurso difuso suele confundir a los oyentes.
Η λέξη "difuso" προέρχεται από το Λατινικό "diffusus", το οποίο σημαίνει "διασπαρμένος". Το "dis-" υποδηλώνει διάσπαση και το "fundere" σημαίνει να χύνεται ή να ρέει.
nebuloso (θολός)
Αντώνυμα: