Difusor είναι ουσιαστικό.
/dif.usˈoɾ/
Η λέξη difusor αναφέρεται σε ένα αντικείμενο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη διάδοση ή τον καταμερισμό υλικών ή πληροφοριών. Στην τεχνική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε συσκευές που διανέμουν αέρα, φώτα ή ηχητικά κύματα σε ένα ευρύτερο χώρο.
Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και και οι προφορικές αναφορές είναι συχνές σε συγκεκριμένα τεχνικά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Η λέξη difusor δεν έχει τόσες πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες εκφράσεις που αναφέρονται στη διάδοση ή αναδιανομή.
Ο διαχυτής ειδήσεων είναι κλειδί για να φτάσει η πληροφορία σε περισσότερους ανθρώπους.
En la empresa, el difusor de ideas fomenta la creatividad entre los empleados.
Στην επιχείρηση, ο διαχυτής ιδεών προάγει τη δημιουργικότητα μεταξύ των υπαλλήλων.
Un buen difusor de productos puede cambiar la percepción del mercado.
Η λέξη difusor προέρχεται από το λατινικό ρήμα "diffundere", που σημαίνει "να διαχέω" ή "να απλώσω".
Συνώνυμα: - διαχέτης - κατανεμητής
Αντώνυμα: - συγκεντρωτής - συγκεντρωτικός