Το "digerir" είναι ρήμα.
/dixeˈɾiɾ/
Η λέξη "digerir" αναφέρεται στη διαδικασία της αφομοίωσης τροφής από τον οργανισμό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και βιολογικά πλαίσια, αλλά μπορεί επίσης να έχει μεταφορική χρήση, π.χ. στην κατανόηση και την επεξεργασία πληροφοριών ή συναισθημάτων. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με προτίμηση στον γραπτό λόγο όπως στη ιατρική και επιστημονική βιβλιογραφία.
Το στομάχι χρειάζεται χρόνο για να χωνέψει τα τρόφιμα.
A veces es difícil digerir las malas noticias.
Κάποιες φορές είναι δύσκολο να αφομοιώσεις τα κακά νέα.
Es importante digerir bien la comida para evitar problemas estomacales.
Κάποιες φορές δυσκολεύομαι να αφομοιώσω πολύπλοκες πληροφορίες.
Digerir el fracaso.
Έπρεπε να πάρει χρόνο για να αφομοιώσει την αποτυχία του έργου της.
No puedo digerir lo que pasó.
Μετά την συζήτηση, δεν μπορώ να αφομοιώσω αυτό που συνέβη.
Digerir las emociones.
Η λέξη "digerir" προέρχεται από το λατινικό "digerere", που σημαίνει "διανέμω" ή "αφομοιώνω".
Συνώνυμα: - Aceptar - Asimilar
Αντώνυμα: - Rechazar - No entender