Η λέξη "dignarse" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του να αποφασίσει κάποιος να κάνει κάτι, συνήθως με μια αίσθηση ανωτερότητας ή υπερηφάνειας. Συνήθως υποδηλώνει ότι το άτομο δεν θεωρεί πολύ σημαντικό αυτό που προσπαθεί να πετύχει, αλλά το κάνει αφού το πολιτικά επάγγελμα ή η κατάσταση το αναγκάζει.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: είναι σχετικά πιο συχνή στο γραπτό κείμενο και σε επίσημες περιστάσεις παρά στην προφορική ομιλία.
El profesor se dignó a responder nuestras preguntas.
(Ο καθηγητής βρήκε τον εαυτό του αρκετά σημαντικό για να απαντήσει στις ερωτήσεις μας.)
Ella no se dignó a asistir a la reunión.
(Αυτή δεν έκανε τον κόπο να παραστεί στη συνάντηση.)
El rey se dignó a visitar a los heridos.
(Ο βασιλιάς έκαμε τον κόπο να επισκεφθεί τους τραυματίες.)
Σε πολλές περιπτώσεις, οι άνθρωποι δεν θα "dignan" να κάνουν κάτι όπως απαιτεί η κατάσταση.
Dignarse a hablar con alguien.
(Να κάνει τον κόπο να μιλήσει με κάποιον.)
Αποτελεί ένδειξη σεβασμού όταν κάποιος "digna" μιλήσει με κάποιον, ανεξάρτητα από τη θέση του.
Dignarse a ayudar.
(Να κάνει τον κόπο να βοηθήσει.)
Στην κοινωνία, είναι συνηθισμένο να περιμένουμε ότι κάποιος με κύρος θα "digne" να βοηθήσει τους άλλους.
Dignarse a reconocer el error.
(Να κάνει τον κόπο να αναγνωρίσει το λάθος.)
Η λέξη "dignarse" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dignari", που σημαίνει "να θεωρείται άξιος" ή "να αξίζει".
"tomarse la molestia"
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες σας προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "dignarse" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.