dignatario (ουσιαστικό)
/diɣ.naˈta.ɾjo/
Η λέξη dignatario αναφέρεται σε ένα πρόσωπο που κατέχει μια υψηλή θέση ή αξίωμα, συνήθως σε κυβερνητικούς ή δημόσιους τομείς. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της πολιτικής και της διοίκησης για να περιγράψει άτομα που έχουν εξουσία και υπευθυνότητα. Στη χρήση της στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι συγκριτικά πιο κοινή σε γραπτά κείμενα και επίσημες ανακοινώσεις παρά στον προφορικό λόγο.
El dignatario asistió a la ceremonia de apertura.
Ο αξιωματούχος παρευρέθηκε στην τελετή έναρξης.
Los dignatarios se reunieron para discutir el tratado.
Οι αξιωματούχοι συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν τη συμφωνία.
El dignatario recibió honores especiales durante su visita.
Ο αξιωματούχος έλαβε ειδικές τιμές κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του.
Η λέξη dignatario μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αντανακλούν τη σημασία ή την επιρροή του προσώπου:
Un dignatario en su propio derecho.
Ένας αξιωματούχος με τα δικά του δικαιώματα.
Actuar como un dignatario.
Να ενεργείς ως αξιωματούχος.
El dignatario goza de privilegios exclusivos.
Ο αξιωματούχος απολαμβάνει αποκλειστικά προνόμια.
Los procedimientos del dignatario son meticulosamente observados.
Οι διαδικασίες του αξιωματούχου παρακολουθούνται προσεκτικά.
Η λέξη dignatario προέρχεται από το λατινικό dignitas, που σημαίνει "αξία, αξίωμα", σε συνδυασμό με την κατάληξη -ario, που υποδηλώνει σχέση ή σχετικότητα.
Συνώνυμα: - Oficial (υπάλληλος) - Funcionario (λειτουργός) - Autoridad (εξουσία)
Αντώνυμα: - Indivisible (μη αξιόπιστος) - Plebe (λαός, κοινός θνητός)
Αυτή η ανάλυση της λέξης dignatario ελπίζω να ήταν πλήρης και χρήσιμη!