Η λέξη dignidad είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης dignidad σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /diɣniˈðað/
Η λέξη dignidad αναφέρεται στην κατάσταση της αξίας ή του σεβασμού που έχει ένα άτομο, τόσο απέναντι στον εαυτό του όσο και στην κοινωνία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση αυτοεκτίμησης και σεβασμού που οφείλουμε στους άλλους. Στα Ισπανικά, είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο η συχνότητά της μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε φιλοσοφικά ή νομικά πλαίσια.
La dignidad humana es un derecho fundamental.
(Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα.)
Debemos tratar a todos con dignidad y respeto.
(Πρέπει να αντιμετωπίζουμε όλους με αξιοπρέπεια και σεβασμό.)
La dignidad no se pierde, se protege.
(Η αξιοπρέπεια δεν χάνεται, προστατεύεται.)
Η λέξη dignidad χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
No es correcto perder la dignidad por dinero.
(Δεν είναι σωστό να χάσει κανείς την αξιοπρέπεια για χρήματα.)
Mantener la dignidad
(Να διατηρήσει κανείς την αξιοπρέπεια)
A pesar de las dificultades, siempre debemos mantener la dignidad.
(Παρά τις δυσκολίες, πάντα πρέπει να διατηρούμε την αξιοπρέπεια.)
Luchar por la dignidad
(Να αγωνίζεται κανείς για την αξιοπρέπεια)
Η λέξη dignidad προέρχεται από το λατινικό dignitas, που αναφέρεται στη "αξία" ή "αξιοπρέπεια", από το ρήμα dignus, που σημαίνει "άξιος".