digno - επίθετο
/digno/
Η λέξη "digno" σημαίνει κάποιον ή κάτι που είναι άξιο σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αξία ή την αξιοπρέπεια ενός ατόμου ή ενός αντικειμένου. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη είναι συνηθισμένη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία περιστάσεων, όπως σε προφορικό και γραπτό λόγο.
Juan es un hombre digno de respeto.
(Ο Χουάν είναι ένας άντρας άξιος σεβασμού.)
Ella trabaja duro y es digna de sus recompensas.
(Αυτή δουλεύει σκληρά και είναι άξια των ανταμοιβών της.)
Un líder debe ser digno de confianza.
(Ένας ηγέτης πρέπει να είναι άξιος εμπιστοσύνης.)
Η λέξη "digno" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν εκτίμηση ή αναγνώριση της αξίας κάποιου ή κάποιου πράγματος.
Digno de mención.
(Άξιο αναφοράς.)
Η εργασία αυτού του καλλιτέχνη είναι άξια αναφοράς.
Ser digno de admiración.
(Να είσαι άξιος θαυμασμού.)
Η γενναιότητα του είναι άξια θαυμασμού.
Digno de confianza.
(Άξιος εμπιστοσύνης.)
Πρέπει να επιλέγεις ανθρώπους που είναι άξιοι εμπιστοσύνης.
Un trabajo digno.
(Μια άξια δουλειά.)
Αυτό είναι ένα έργο άξιο που θα αποφέρει καλά αποτελέσματα.
Digno de respeto.
(Άξιος σεβασμού.)
Ο καθηγητής είναι άξιος σεβασμού για τις γνώσεις του.
Η λέξη "digno" προέρχεται από το λατινικό "dignus," το οποίο σημαίνει "άξιος" και σχετίζεται με την αξία και την εκτίμηση.
Συνώνυμα: - valioso (πολύτιμος) - respetable (σεβαστός) - honorable (τιμητικός)
Αντώνυμα: - indigno (ανάξιος) - despreciable (αξιοκαταφρόνητος) - vergonzoso (ντροπιαστικός)