Η λέξη "dije" είναι ρήμα και είναι ο πρώτος ενικό τύπος του παρελθόντος (preterite) του ρήματος "decir", που σημαίνει "λέω".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "dije" είναι: /ˈdixe/
Η λέξη "dije" χρησιμοποιείται σε προτάσεις που αναφέρονται σε κάτι που ειπώθηκε ή δηλώθηκε στο παρελθόν. Είναι πιο συχνή στην προφορική ομιλία και στην γραφή, ειδικά σε καθημερινές συνομιλίες ή αφηγήσεις. Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε δηλώσεις που έγιναν από τον ομιλητή στο παρελθόν.
Είπα ότι θα ερχόμουν στη γιορτή.
No dije nada relacionado con el tema.
Η λέξη "dije" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Όπως είπα πριν, η υπομονή είναι το κλειδί.
Dije lo que tenía que decir y me siento mejor.
Είπα ό,τι έπρεπε να πω και αισθάνομαι καλύτερα.
Si dije algo que te ofendió, lo siento.
Αν είπα κάτι που σε πρόσβαλε, λυπάμαι.
A veces, lo que dije no es lo que quise decir.
Μερικές φορές, ό,τι είπα δεν είναι αυτό που ήθελα να πω.
Dije que no cambiaría de opinión.
Η λέξη "dije" προέρχεται από το λατινικό "dīcere", που σημαίνει "λέγω". Σε πολλές ρωμανικές γλώσσες η ρίζα αυτή συνεχίζει να υπάρχει και σημαίνει κάτι αντίστοιχο.