Το "dilapidar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /dila.piˈðaɾ/
Η λέξη "dilapidar" αναφέρεται στην ενέργεια της σπατάλης, δηλαδή στη χρήση χρημάτων ή πόρων με τρόπο που δεν είναι αποδοτικός ή λογικός. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου γίνονται υπερβολές και σπατάλες, τόσο σε ένα οικονομικό όσο και σε ένα συναισθηματικό ή φυσικό επίπεδο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και επίσημες ομιλίες, αν και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο.
Στο πάρτι, ο κυβερνήτης αποφάσισε να σπαταλήσει τον προϋπολογισμό.
No deberías dilapidar tus ahorros en cosas innecesarias.
Δεν θα έπρεπε να σπαταλάς τις αποταμιεύσεις σου σε περιττά πράγματα.
Dilapidar tiempo no es útil para alcanzar tus objetivos.
Η λέξη "dilapidar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, όπως:
«Αν δεν διαβάσεις, θα σπαταλήσεις ευκαιρίες στο μέλλον.»
Dilapidar recursos.
«Οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να σπαταλούν πόρους σε περιττή διαφήμιση.»
Dilapidar el patrimonio.
«Είναι λυπηρό να βλέπεις πώς μερικές οικογένειες σπαταλούν την περιουσία που έχουν χτίσει με κόπο.»
Dilapidar la confianza.
Η λέξη "dilapidar" προέρχεται από το λατινικό "dilapidare", το οποίο σημαίνει "να ρίξω σε κομμάτια" ή "να σπαταλήσω".
Συνώνυμα: - desperdiciar - malgastar
Αντώνυμα: - ahorrar (να αποταμιεύω) - conservar (να διατηρώ)