dilapidar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dilapidar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "dilapidar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /dila.piˈðaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "dilapidar" αναφέρεται στην ενέργεια της σπατάλης, δηλαδή στη χρήση χρημάτων ή πόρων με τρόπο που δεν είναι αποδοτικός ή λογικός. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου γίνονται υπερβολές και σπατάλες, τόσο σε ένα οικονομικό όσο και σε ένα συναισθηματικό ή φυσικό επίπεδο.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και επίσημες ομιλίες, αν και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. En la fiesta, el gobernador decidió dilapidar el presupuesto.
  2. Στο πάρτι, ο κυβερνήτης αποφάσισε να σπαταλήσει τον προϋπολογισμό.

  3. No deberías dilapidar tus ahorros en cosas innecesarias.

  4. Δεν θα έπρεπε να σπαταλάς τις αποταμιεύσεις σου σε περιττά πράγματα.

  5. Dilapidar tiempo no es útil para alcanzar tus objetivos.

  6. Η σπατάλη του χρόνου δεν είναι χρήσιμη για να επιτύχεις τους στόχους σου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "dilapidar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, όπως:

  1. Dilapidar oportunidades.
  2. Σπαταλώ ευκαιρίες.
  3. «Si no estudias, vas a dilapidar oportunidades en el futuro.»
  4. «Αν δεν διαβάσεις, θα σπαταλήσεις ευκαιρίες στο μέλλον.»

  5. Dilapidar recursos.

  6. Σπαταλώ πόρους.
  7. «Las empresas no deben dilapidar recursos en publicidad innecesaria.»
  8. «Οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να σπαταλούν πόρους σε περιττή διαφήμιση.»

  9. Dilapidar el patrimonio.

  10. Σπαταλώ την περιουσία.
  11. «Es triste ver cómo algunas familias dilapidan el patrimonio que han construido con esfuerzo.»
  12. «Είναι λυπηρό να βλέπεις πώς μερικές οικογένειες σπαταλούν την περιουσία που έχουν χτίσει με κόπο.»

  13. Dilapidar la confianza.

  14. Σπαταλώ την εμπιστοσύνη.
  15. «Si continúas mintiendo, vas a dilapidar la confianza de tus amigos.»
  16. «Αν συνεχίσεις να λες ψέματα, θα σπαταλήσεις την εμπιστοσύνη των φίλων σου.»

Ετυμολογία

Η λέξη "dilapidar" προέρχεται από το λατινικό "dilapidare", το οποίο σημαίνει "να ρίξω σε κομμάτια" ή "να σπαταλήσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - desperdiciar - malgastar

Αντώνυμα: - ahorrar (να αποταμιεύω) - conservar (να διατηρώ)



23-07-2024