Το "dilatado" είναι επίθετο.
/dila'taðo/
Η λέξη "dilatado" αναφέρεται σε κάτι που έχει επεκταθεί, διευρυνθεί ή διαταθεί. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, περιγράφοντας φυσικά αντικείμενα, έννοιες ή καταστάσεις που έχουν επηρεαστεί από κάποια διαδικασία διαστολής ή επέκτασης. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και συναντάται περισσότερο σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
El globo está dilatado por el aire.
(Η μπάλα είναι διαταμένη από τον αέρα.)
El tiempo dilatado en esta espera me parece interminable.
(Ο διευρυμένος χρόνος σε αυτή την αναμονή μου φαίνεται ατέλειωτος.)
Los músculos se dilatan con el ejercicio.
(Οι μύες διαστέλλονται με την άσκηση.)
Η λέξη "dilatado" μπορεί να εμφανίζεται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Pasar un tiempo dilatado
(Να περάσεις έναν διευρυμένο χρόνο)
Ejemplo: Pasar un tiempo dilatado con amigos es muy agradable.
(Να περάσεις αρκετό χρόνο με φίλους είναι πολύ ευχάριστο.)
En un espacio dilatado
(Σε έναν εκτεταμένο χώρο)
Ejemplo: El evento se llevará a cabo en un espacio dilatado para asistir más personas.
(Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί σε έναν ευρύχωρο χώρο για να παραβρεθούν περισσότερα άτομα.)
Sentirse dilatado en el tiempo
(Να αισθάνεσαι διευρυμένος στο χρόνο)
Ejemplo: A veces, me siento dilatado en el tiempo cuando leo un buen libro.
(Κάποιες φορές, αισθάνομαι ότι ο χρόνος διαστέλλεται όταν διαβάζω ένα καλό βιβλίο.)
Η λέξη προέρχεται από το ρημα "dilatar", το οποίο σημαίνει "να επεκτείνω" ή "να διατάξω". Έχει λατινικές ρίζες, συγκεκριμένα από "dilatāre", που σημαίνει "να επεκτείνω".
Συνώνυμα: - Ampliado (διευρυμένος) - Expandido (επεκτεμένος) - Extendido (εκτεθειμένος)
Αντώνυμα: - Contraído (συμπιεσμένος) - Reducido (μειωμένος) - Compacto (συμπαγής)