Λέξη: dilatar
Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: [dilaˈtaɾ]
Η λέξη dilatar χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να υποδηλώσει την έννοια του διαστέλλω, επιμηκύνω ή καθυστερώ. Αναφέρεται κυρίως στην αύξηση του μεγέθους ή της διάρκειας κάποιου πράγματος. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται πιο συχνά σε επιστημονικά ή νομικά κείμενα.
La inflamación puede dilatar las venas.
(Η φλεγμονή μπορεί να διαστέλλει τις φλέβες.)
No dilates más este asunto, por favor.
(Μη καθυστερείς άλλο αυτό το θέμα, παρακαλώ.)
El calor hace que los objetos se dilaten.
(Η θερμότητα κάνει τα αντικείμενα να διαστέλλονται.)
Στα Ισπανικά, η λέξη dilatar χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Dilatar la espera.
(Να καθυστερήσω την αναμονή.)
Dilatar un proceso.
(Να επεκτείνω μια διαδικασία.)
Dilatar la discusión.
(Να επιμηκύνω τη συζήτηση.)
No hay por qué dilatarse en la respuesta.
(Δεν υπάρχει λόγος να καθυστερήσουμε στην απάντηση.)
Dilatar los plazos de entrega.
(Να παρατείνω τους χρόνους παράδοσης.)
Dilatar una decisión.
(Να καθυστερήσω μια απόφαση.)
Η λέξη dilatar προέρχεται από το λατινικό «dilatāre», το οποίο σημαίνει "να επεκτείνω" ή "να μεγαλώσω".
Συνώνυμα: - Expandir - Ampliar - Prolongar
Αντώνυμα: - Contraer - Resumir - Adelgazar