Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: dilixenˈθja xudiˈθjal
Χρήση: Η λέξη "diligencia judicial" χρησιμοποιείται στην ισπανική νομική γλώσσα για να αναφερθεί σε δικαστική ενέργεια ή δικαστική διαδικασία.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El juez ordenó llevar a cabo una diligencia judicial para recopilar pruebas. (Ο δικαστής έδωσε εντολή για τη διεξαγωγή μιας δικαστικής διαδικασίας για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.) 2. La abogada completó la diligencia judicial con éxito. (Η δικηγόρος ολοκλήρωσε με επιτυχία τη δικαστική διαδικασία.)
Ετυμολογία: Η λέξη "diligencia" προέρχεται από το λατινικό "diligentia", που σημαίνει μελέτη ή προσοχή.
Συνώνυμα: procedimiento judicial, trámite legal
Αντώνυμα: desistimiento judicial, abandono legal