Η λέξη "diligencias" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
/diliˈxen͡sjas/
Η λέξη "diligencias" αναφέρεται σε διαδικασίες, διατυπώσεις ή καθήκοντα που πρέπει να εκτελούνται, συνήθως σε σχέση με νομικές ή διοικητικές διαδικασίες. Μπορεί να χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει εργασίες που απαιτούν προσοχή και επιμέλεια.
Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι νομικές και διοικητικές εφαρμογές είναι πιο συνηθισμένες σε επίσημα κείμενα.
Debo hacer unas diligencias antes de ir a la reunión.
(Πρέπει να κάνω μερικές διαδικασίες πριν πάω στη συνάντηση.)
Las diligencias necesarias han sido completadas.
(Οι απαραίτητες διαδικασίες έχουν ολοκληρωθεί.)
No olvides las diligencias que te encargué.
(Μη ξεχάσεις τις διατυπώσεις που σου ανέθεσα.)
Η λέξη "diligencias" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer las diligencias del caso.
(Να κάνω τις διαδικασίες της υπόθεσης.)
Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στις απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να γίνουν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Diligencias pendientes.
(Εκκρεμείς διαδικασίες.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε διαδικασίες ή καθήκοντα που χρειάζονται ολοκλήρωση.
Diligencias en curso.
(Διαδικασίες σε εξέλιξη.)
Χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για διαδικασίες που είναι ήδη σε διαδικασία και απαιτούν προσοχή.
Cumplir con las diligencias.
(Να τηρείς τις διαδικασίες.)
Σημαίνει ότι πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες ή οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί.
Η λέξη "diligencias" προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό "diligencia", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "diligentia", που σημαίνει "προσοχή" ή "επιμέλεια".
Αυτή η ανάλυση της λέξης "diligencias" περιλαμβάνει πληροφορίες για την έννοια, τη χρήση, και τα ιδιωματικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με την κατηγορία αυτή.