diligente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

diligente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη diligente είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης diligente στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /di.liˈxen.te/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη diligente αναφέρεται σε κάποιον που είναι επιμελής, εργατικός και δείχνει αφοσίωση ή προσοχή στην εργασία του. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που είναι προσεκτικά και αφιερώνουν τον χρόνο και την προσπάθειά τους σε κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, καθώς χαρακτηρίζει θετικές αρετές σε όσους εργάζονται ή σπουδάζουν. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστολές, εκθέσεις και λογοτεχνικά έργα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El estudiante es muy diligente en sus estudios.
  2. Ο μαθητής είναι πολύ επιμελής στις σπουδές του.

  3. Debemos ser diligentes en nuestro trabajo para alcanzar nuestros objetivos.

  4. Πρέπει να είμαστε επιμελείς στη δουλειά μας για να πετύχουμε τους στόχους μας.

  5. El equipo de investigación es muy diligente en sus experimentos.

  6. Η ομάδα έρευνας είναι πολύ επιμελής στα πειράματά της.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και η λέξη diligente δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλαπλές ιδιωματικές εκφράσεις, εδώ είναι μερικές προτάσεις που δείχνουν τη σημασία της στην καθημερινή γλώσσα:

  1. Trabajar con diligencia es la clave del éxito.
  2. Να εργάζεσαι με επιμέλεια είναι το κλειδί της επιτυχίας.

  3. La diligencia en los pequeños detalles marca la diferencia.

  4. Η επιμέλεια στις λεπτομέρειες κάνει τη διαφορά.

  5. Un estudiante diligente siempre supera a un estudiante perezoso.

  6. Ένας επιμελής μαθητής πάντα υπερβαίνει έναν τεμπέλη μαθητή.

  7. La diligencia en el cumplimiento de las leyes es fundamental.

  8. Η επιμέλεια στην τήρηση των νόμων είναι θεμελιώδης.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη diligente προέρχεται από το λατινικό diligens, diligentis, που σημαίνει "αφοσιωμένος" ή "προσεκτικός". Είναι η μετοχή του ρήματος diligere, το οποίο σημαίνει "να αγαπάς" ή "να επιλέγεις προσεκτικά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024