Η λέξη diligente είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης diligente στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /di.liˈxen.te/
Η λέξη diligente αναφέρεται σε κάποιον που είναι επιμελής, εργατικός και δείχνει αφοσίωση ή προσοχή στην εργασία του. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που είναι προσεκτικά και αφιερώνουν τον χρόνο και την προσπάθειά τους σε κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, καθώς χαρακτηρίζει θετικές αρετές σε όσους εργάζονται ή σπουδάζουν. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστολές, εκθέσεις και λογοτεχνικά έργα.
Ο μαθητής είναι πολύ επιμελής στις σπουδές του.
Debemos ser diligentes en nuestro trabajo para alcanzar nuestros objetivos.
Πρέπει να είμαστε επιμελείς στη δουλειά μας για να πετύχουμε τους στόχους μας.
El equipo de investigación es muy diligente en sus experimentos.
Αν και η λέξη diligente δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλαπλές ιδιωματικές εκφράσεις, εδώ είναι μερικές προτάσεις που δείχνουν τη σημασία της στην καθημερινή γλώσσα:
Να εργάζεσαι με επιμέλεια είναι το κλειδί της επιτυχίας.
La diligencia en los pequeños detalles marca la diferencia.
Η επιμέλεια στις λεπτομέρειες κάνει τη διαφορά.
Un estudiante diligente siempre supera a un estudiante perezoso.
Ένας επιμελής μαθητής πάντα υπερβαίνει έναν τεμπέλη μαθητή.
La diligencia en el cumplimiento de las leyes es fundamental.
Η λέξη diligente προέρχεται από το λατινικό diligens, diligentis, που σημαίνει "αφοσιωμένος" ή "προσεκτικός". Είναι η μετοχή του ρήματος diligere, το οποίο σημαίνει "να αγαπάς" ή "να επιλέγεις προσεκτικά".
aplicado (εφαρμοσμένος)
Αντώνυμα: