Το "dilucidar" είναι ρήμα.
/di.lu.siˈðaɾ/
Η λέξη "dilucidar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την πράξη της διευκρίνισης ή της διασαφήνισης ενός ζητήματος, κάνοντάς το πιο κατανοητό. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και έχει περισσότερη συχνότητα σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
El profesor intentó dilucidar el concepto de la gravedad.
Ο καθηγητής προσπάθησε να διασαφηνίσει την έννοια της βαρύτητας.
Necesitamos dilucidar la situación antes de tomar una decisión.
Πρέπει να διευκρινίσουμε την κατάσταση πριν πάρουμε μια απόφαση.
Ella pudo dilucidar el misterio en que todos estaban confundidos.
Μπορούσε να κατανοήσει το μυστήριο στο οποίο όλοι ήταν μπερδεμένοι.
Η λέξη "dilucidar" χρησιμοποιείται συνήθως σε πιο σοβαρά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Dilucidar la verdad: Es importante dilucidar la verdad en cada situación.
Είναι σημαντικό να διασαφηνίσουμε την αλήθεια σε κάθε κατάσταση.
Dilucidar un conflicto: Ellos lograron dilucidar un conflicto que parecía irresoluble.
Κατάφεραν να διευκρινίσουν μια σύγκρουση που φαινόταν αδιέξοδη.
Dilucidar en su totalidad: Necesito dilucidar en su totalidad el argumento antes de escribir el ensayo.
Πρέπει να διασαφηνίσω πλήρως το επιχείρημα πριν γράψω το δοκίμιο.
Dilucidar el mensaje: La clave es dilucidar el mensaje que el autor quiso transmitir.
Το κλειδί είναι να διευκρινίσουμε το μήνυμα που ήθελε να μεταφέρει ο συγγραφέας.
Η ετυμολογία του "dilucidar" προέρχεται από το λατινικό "dilucidare", που σημαίνει "καθαρίζω" ή "διευκρινίζω", το οποίο είναι σύνθετο από την πρόθεση "di-" (από) και το "lucidus" (φωτεινός).
Συνώνυμα: - aclarar - explicar - revelar
Αντώνυμα: - confundir - oscurecer - complicar
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια ολοκληρωμένη εικόνα γύρω από το ρήμα "dilucidar" στην ισπανική γλώσσα.