Το "diluir" είναι ρήμα.
/diluˈiɾ/
Η λέξη "diluir" σημαίνει να διαλύω ή να αραιώνω μία ουσία. Συνήθως χρησιμοποιείται σε χημικές και μαγειρικές περιπτώσεις, αλλά μπορεί να έχει και μεταφορική σημασία στην καθημερινή γλώσσα. Εμφανίζεται συχνά σε γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης στην ομιλία, αν και όχι τόσο συχνά.
Ο χημικός αποφάσισε να διαλύσει την ουσία σε νερό.
Es necesario diluir el tinte antes de aplicarlo al cabello.
Είναι απαραίτητο να αραιώσεις τη βαφή πριν την εφαρμόσεις στα μαλλιά.
Para el experimento, debemos diluir los reactivos en un solvente.
Η λέξη "diluir" δεν έχει πολλές συχνές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες μεταφορικές φράσεις:
Είναι εύκολο να αραιώσεις τις ευθύνες όταν συνεργάζεσαι με άλλους.
Diluir la verdad.
Μερικές φορές, οι άνθρωποι προσπαθούν να αραιώσουν την αλήθεια για να αποφύγουν τις συνέπειες.
Se diluyó en el tiempo.
Το "diluir" προέρχεται από τα λατινικά "diluere", που σημαίνει "να διαλύω" ή "να διασκορπίζω".
Συνώνυμα: - Amasar (αναμειγνύω) - Deshacer (καταστρέφω) - Mezclar (ανακατεύω)
Αντώνυμα: - Concentrar (συγκεντρώνω) - Intensificar (εντείνω) - Fortalecer (ενισχύω)