diluviar είναι ρήμα.
/diluˈβjaɾ/
Το ρήμα diluviar χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση έντονης βροχόπτωσης, όπου η βροχή πέφτει με μεγάλη ένταση, σχεδόν σαν να πλημμυρίζει ο χώρος. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, ιδίως σε περιγραφές και αναφορές για τον καιρό.
Σήμερα θα ρίξει πολύ νερό, οπότε μην ξεχάσεις την ομπρέλα.
Cuando diluvia, las calles se llenan de agua rápidamente.
Το diluviar δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε φράσεις που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες:
Όταν βρέχει καταρρακτωδώς, προτιμάμε να μείνουμε στο σπίτι.
No salgas a diluviar, no querrás mojarte.
Μην βγεις να βρέχει, δεν θέλεις να βραχείς.
Es típico que diluvie en esta época del año.
Η λέξη diluviar προέρχεται από την λατινική λέξη diluvius, που αναφέρεται σε έντονες βροχές ή πλημμύρες.
Συνώνυμα: - llover (βρέχει) - aguacero (καταρρακτώδης βροχή)
Αντώνυμα: - secar (στεγνώνω) - desertificar (να ερημοποιώ)
Αυτές οι πληροφορίες για το ρήμα diluviar παρέχουν μία ολοκληρωμένη εικόνα της σημασίας και της χρήσης του στην ισπανική γλώσσα.