Το "diluvio" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [diˈluβjo]
Η λέξη "diluvio" αναφέρεται σε μια πολύ έντονη και παρατεταμένη βροχή, συχνά η οποία προκαλεί πλημμύρες ή καταστροφές. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει φυσικά φαινόμενα που σχετίζονται με την υπερβολική βροχόπτωση.
Ο κατακλυσμός που έπεσε την περασμένη εβδομάδα προκάλεσε πολλές ζημιές στην πόλη.
No salí de casa durante el diluvio, prefiero esperar a que pase.
Η λέξη "diluvio" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να υπογραμμίσει καταστάσεις ή συναισθήματα.
Ήρθε ο κατακλυσμός στα προβλήματά μου και όλα έγιναν ακόμη πιο περίπλοκα.
Después de un diluvio de críticas, decidí cambiar mi enfoque.
Μετά από έναν κατακλυσμό κριτικών, αποφάσισα να αλλάξω την προσέγγισή μου.
Cuando desató su rabia, fue como un diluvio imparable.
Η λέξη "diluvio" προέρχεται από το λατινικό "diluvium", το οποίο σημαίνει "κατακλυσμός" ή "πλημμύρα". Η ρίζα της λέξης ενσωματώνει την έννοια της υπερβολικής βροχής.
inundación (πλημμύρα)
Αντώνυμα: