Diminutivo είναι ως ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: [dimiˈnutibo]
Η λέξη diminutivo αναφέρεται σε μια μορφή λέξης που δείχνει μικρότερη ή πιο ελαφριά έκδοση του αυθεντικού. Στα Ισπανικά, τα αιτίματα των diminutivos χρησιμοποιούνται συχνά για να εκφράσουν τρυφερότητα, αγάπη ή να περιγράψουν κάτι μικρό. Αυτή η μορφή χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El perro pequeño es un diminutivo de sus hermanos grandes.
(Ο μικρός σκύλος είναι μια μικρογραφία των μεγάλων αδελφών του.)
Usar un diminutivo puede hacer que el lenguaje suene más cariñoso.
(Η χρήση ενός μειοναριστικού τύπου μπορεί να κάνει τη γλώσσα να ακούγεται πιο τρυφερή.)
Η λέξη diminutivo χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, που σχετίζονται με την τρυφερότητα και την αγάπη. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Diminutivo de cariño: Siempre le digo "negrito" como un diminutivo de cariño. (Πάντα του λέω "μαύρος" ως μειοναριστικός τύπος αγάπης.)
Un diminutivo del nombre: En la familia, todos usan un diminutivo del nombre de José. (Στην οικογένεια, όλοι χρησιμοποιούν ένα μειοναριστικό τύπο του ονόματος του Χοσέ.)
El uso del diminutivo: Me encanta el uso del diminutivo para hablar con mis amigos. (Μου αρέσει η χρήση του μειοναριστικού τύπου για να μιλώ με τους φίλους μου.)
Diminutivo afectuoso: Ella siempre me llama con un diminutivo afectuoso. (Αυτή πάντα με φωνάζει με έναν τρυφερό μειοναριστικό τύπο.)
Η λέξη diminutivo προέρχεται από το Λατινικό "diminutivus", που σημαίνει "που μειώνει". Η ρίζα του είναι "diminuere", που σημαίνει "να μειώνω".
Συνώνυμα 1. Pequeño - μικρό 2. Menor - μικρότερος
Αντώνυμα 1. Aumentativo - αυξητικός τύπος 2. Grande - μεγάλο
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια λεπτομερή κατανόηση της λέξης diminutivo και της χρησιμότητάς της στη γλώσσα Ισπανικά.